Tο 1ο Κεφάλαιο του "Χαμόγελου"

Στις 12 Απριλίου του 1961 ο Γιούρι Γκαγκάριν πέταξε στο διάστημα για μια σύντομη περιφορά γύρω από τον πανέμορφο και τρισάθλιο πλανήτη και πήρε τη θέση του στην ιστορία ως ο πρώτος κοσμοναύτης. Την ίδια χρονιά η Ισπανίδα ηθοποιός Σαρίτα Μοντιέλ, αστέρι παγκόσμιας ακτινοβολίας της εποχής εκείνης, πρωταγωνιστεί στο "Pecado de amor". Οι Μπιτλς είναι ακόμα τρεις από τους τελικούς τέσσερις και παίζουν σε φτηνομάγαζα στο Λίβερπουλ. Θα πρέπει να περιμένουν άλλον ένα χρόνο για να προσχωρήσει στο γκρουπ ο Ρίνγκο Σταρ, σε αντικατάσταση του ντράμερ Πιτ Μπεστ και να κυκλοφορήσει το πρώτο τους σινγκλ, το «Love me, do», από τη δισκογραφική εταιρεία Πάρλοφον.

Το θαύμα της τηλεόρασης δεν έχει φτάσει ακόμα στην Ελλάδα και οι κινηματογράφοι γεμίζουν ασφυκτικά κάθε βράδυ. Στους διαδρόμους των γυμνασίων αντηχούν τα χαστούκια του καθηγητή κ. Φλωρά και τα «βεβαίως, βεβαίως» του γυμνασιάρχη από «το ξύλο βγήκε απ' τον παράδεισο», ενώ δύο χρόνια αργότερα η σκαμπρόζα «Αλίκη στο ναυτικό» θα μαγέψει το κοινό με το εκθαμβωτικό φως που ενστάλαξε στις εικόνες και στους διαλόγους ο γίγαντας του ελληνικού σινεμά Αλέκος Σακελάριος.

Στη Θεσσαλονίκη κυκλοφορούν ελάχιστα αυτοκίνητα.

Στο μοναδικό γυμνάσιο της Καλαμαριάς η Ισμήνη Χαριτίδου, μαθήτρια της έκτης και τελευταίας τάξης, που συνηθέστερα λεγόταν ογδόη λόγω της προσμέτρησης των δύο προκαταρκτικών τάξεων, αποφασίζει να συγκεντρώσει σε ένα λεύκωμα τις σκέψεις των συμμαθητών της, οι οποίες έμελλε να τη συντροφεύουν με τη ζεστασιά των αναμνήσεων σε εποχές που και το βάδισμα ακόμα δε θα ήταν πια αυτονόητη ικανότητα, αλλά μια καθημερινή αγωνία της μέσης ηλικίας. Το τετράδιο είχε σπιράλ δέσιμο και ολόλευκες σελίδες, που σαράντα χρόνια αργότερα είχαν σοβαρά κιτρινίσει, λες και οι πόροι του χαρτιού είχαν με τον καιρό ρουφήξει το χρώμα από το καφέ χαρτονένιο εξώφυλλο. Στο ειδικό πλαίσιο με τέσσερις γραμμές, όπου οι μαθητές έγραφαν τα στοιχεία τους, η κάτοχος είχε σημειώσει με γράμματα καλλιγραφικά και διπλοπατημένα, που πανηγυρικά πρόδιδαν το σχολαστικό της χαρακτήρα:

Λεύκωμα
της μαθήτριας
Χαριτίδου Ισμήνης
Στ΄ Τάξις Γυμνάσιον Καλαμαριάς

Στην Καλαμαριά έμενε φιλοξενούμενη στο σπίτι της νονάς Όλγας, όπου την είχαν στείλει οι γονείς της από την Κρυοπηγή της Νάουσας, γιατί το χωριό δεν είχε γυμνάσιο και γιατί εκείνοι είχαν πάνω-κάτω οχτώ παιδιά, ενώ η νονά κανένα.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Ισμήνη φιλοξενούνταν στη νονά. Είχε κάνει ποδαρικό αρκετά χρόνια πριν, όταν ήταν επτά ετών, τον καιρό που μαινόταν ο εμφύλιος. Ο πατέρας της, ο Χριστόφορος, και άλλοι χωριανοί είχαν αναγκαστεί τότε από τις κρατικές ένοπλες δυνάμεις να συνδράμουν στην πάταξη των ανταρτών φυλάγοντας σκοπιές στα χαρακώματα ως Μονάδες Αμύνης Υπαίθρου. Το μέτρο είχε αμφίβολα αποτελέσματα, αφού μεγάλη μερίδα των Μάυδων - έτσι τους έλεγαν - έτρεφε φιλικά αισθήματα απέναντι στους αντάρτες και τους άφηναν να τρυπώνουν στο χωριό, για να βλέπουν τις οικογένειές τους και να ανεφοδιάζονται. Κατά συνέπεια, το όλο εγχείρημα της άμυνας υπαίθρου έμοιαζε με θέατρο του παραλόγου, όπως συνήθως συμβαίνει με την πολιτική. Εκείνη την ταραγμένη περίοδο η Ισμήνη ήταν στην πιο κατάλληλη ηλικία από όλα τα αδέλφια της για να φυγαδευτεί και πέρασε εννέα μήνες στο σπίτι της Καλαμαριάς, παρέα με τη νονά, το σύζυγό της Ευθύμη και την πεθερά του Βαρβάρα. Πολλά χρόνια αργότερα θα θυμόταν σαν την πιο αστεία εκδήλωση της παιδικής της άγνοιας την αντίδρασή της όταν αντίκρισε τους χαρταετούς που πετούσαν τα παιδιά στα χωράφια της Καλαμαριάς. Τραβώντας από το μανίκι το χέρι του πατέρα της και βρίσκοντας την ευκαιρία να μιλήσει στα ποντιακά, κάτι που η μητέρα της ρητά απαγόρευε, γιατί είχε τη σοφία να αντιληφθεί ότι η διαφορετικότητα της γλώσσας θα αποτελούσε για τα παιδιά της ένα κοινωνικό στίγμα με αρνητικές επιπτώσεις στην ίση συμμετοχή τους στις ευκαιρίες της ζωής, του απεύθυνε την ειλικρινή απορία, «πάπα, πάπα, ντο τρανά πουλία είναι ατά;»

Η Βαρβάρα ήταν αδελφή της Φωτεινής, που ήταν η γιαγιά της Ισμήνης από τη μεριά του πατέρα της. Η Φωτεινή ζούσε στο ίδιο σπίτι με το γιό της Χριστόφορο, τη νύφη της και τα εγγόνια της, όπως συνηθιζόταν τότε, μέχρι τη στιγμή που συγχωρέθηκε ένα ολοφώτεινο πρωινό Μεγάλης Πέμπτης. Όταν το μήνυμα του θανάτου της έφτασε στην Καλαμαριά, η Βαρβάρα αποτραβήχτηκε χωρίς γυρισμό στο μουντό βασίλειο των δακρύων. Αποκομμένη από τις ρίζες της, απομεινάρι της γενιάς της, βάρος σε ένα γαμπρό που δεν τη συμπαθούσε και της φερνόταν απότομα, αισθανόταν το χαμό της αδερφής της σαν απώλεια του μοναδικού δεσμού που τη συνέδεε με τα οικεία μονοπάτια του χώρου και του χρόνου. Κουβαριασμένη πάνω σε μια καρέκλα της αυλής, ενάντια στην απατηλή εαρινή παλιγγενεσία που φούντωνε γύρω της και φούσκωνε τα στήθη των νέων, αλλά δεν ξεγελούσε πια τους γέρους που είχαν χαμπαρίσει τη ματαιότητα των πάντων, έκλαιγε ασταμάτητα κι απελπισμένα.

Η επτάχρονη Ισμήνη κούρνιαζε στα πόδια της, ακούμπαγε το κεφάλι με τις άψογα πλεγμένες κοτσίδες στην ποδιά της κι έριχνε μαύρα δάκρυα μαζί της, γιατί της έλειπε ήδη η γιαγιά της, γιατί αντιλαμβανόταν τον πόνο αυτής εδώ της γυναίκας και γιατί δεν ήταν δυνατό να μείνει ασυγκίνητη η ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία της. Ανήκε στο γένος των ανθρώπων με καρδιά από γυαλί, που κάθε φορά θρυμματίζεται στη θέα της ομορφιάς, της ασχήμιας και της αλήθειας. Μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ζωής της ήταν οι λίγες εβδομάδες που είχε περάσει στο πατρικό της στην Κρυοπηγή χωρίς την αγαπημένη αδερφή της, την Αναστασία, που την είχαν στείλει οι γονείς της ως εσωτερική οικιακή βοηθό σε μια πλούσια οικογένεια της Θεσσαλονίκης. Όλες τις νύχτες, μέχρι που η Αναστασία αποφάσισε να μην ανεχτεί την τυραννική συμπεριφορά των αφεντικών και επέστρεψε άρον-άρον στο σπίτι, τις πέρασε με την πλάτη γυρισμένη προς τη μεγάλη αδερφή, την Ευανθία, με την οποία μοιραζόταν το ίδιο κρεβάτι, ώστε να μην καταλάβει εκείνη, ούτε οι άλλες αδερφές που κοιμόντουσαν στο ίδιο δωμάτιο, ότι πότιζε τα σεντόνια με ατέλειωτα δάκρυα νοσταλγίας.

Εκείνο το καλοκαίρι στην Καλαμαριά, πριν αποδημήσει η γιαγιά Φωτεινή, η Ισμήνη έκανε τόσο στενές φιλίες με τα κορίτσια της γειτονιάς, ώστε πέντε χρόνια αργότερα, όταν ήρθε για το γυμνάσιο, τη θυμήθηκαν σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα. Άλλωστε, δεν ήταν δυνατό να την ξεχάσουν ύστερα από το κωμικοτραγικό επεισόδιο που συνέβη ανάμεσά τους. Κάποιοι από τους πατεράδες των κοριτσιών ήταν στους Ερυθροσταυρίτες και οι μανάδες τα έβγαζαν πέρα δύσκολα και έλιωναν από την αγωνία, ενώ τα κορίτσια διηγούνταν μεταξύ τους ιστορίες που απομνημόνευαν από τα γράμματα του μπαμπά, διανθίζοντάς τες με χιλιάδες υπερβολές. Δεν είχαν συναίσθηση του κινδύνου που διέτρεχαν οι πατεράδες, αλλά εκμεταλλεύονταν την ευκαιρία για να παραδοθούν στην έξαψη των διηγήσεων, νικώντας έτσι την ασάλευτη ζέστη του μεσημεριού ή τις ανησυχητικές σκιές της νύχτας. Η Ισμήνη δεν είχε μπαμπά στους Ερυθροσταυρίτες ούτε έπαιρνε γράμματα με εντυπωσιακές περιπέτειες για να τις μοιράζεται, γι' αυτό ένιωθε να βυθίζεται αργά και σταθερά στην αφάνεια, μέχρι που το ένστικτό της επαναστάτησε και την τοποθέτησε στο επίκεντρο της προσοχής, όταν, χωρίς ίχνος περίσκεψης, αναφώνησε κάποιο καυτό φιλολογικό απομεσήμερο:

«Έχω ένα μυστικό!»

Τα κορίτσια έπαψαν να ασχολούνται με τα μπαγιάτικα νέα που διάβαζαν στα γράμματα και έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στο επείγον και ολοζώντανο θέμα που ξαφνικά προέκυψε.

«Τι μυστικό, Ισμήνη;»

«Έχω ένα σπουδαίο μυστικό!», δήλωσε εμφατικά η Ισμήνη προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο, γιατί το μοναδικό μυστικό που είχε ήταν ότι δεν είχε το παραμικρό μυστικό.

«Τι μυστικό; Τι μυστικό;», μαζεύτηκαν τώρα όλα τα κορίτσια γύρω της. Η Ισμήνη ίδρωσε συναισθανόμενη τη γελοιοποίηση που θα ακολουθούσε αν ομολογούσε το ψέμα της και, επειδή δεν μπόρεσε να σκεφτεί κάτι ταιριαστό, ξεστόμισε το πρώτο πράγμα που της ήρθε στο μυαλό, πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει πόσο τρομερό ήταν:

«Της Σούζης ο πατέρας σκοτώθηκε!»

Ξαφνικά έγινε βαριά σιγή, τα κορίτσια αντάλλαξαν αμήχανα βλέμματα και η Σούζη έγινε κάτασπρη σαν γιορτινό τραπεζομάντιλο κι έφυγε τρέχοντας για το σπίτι, όπου πλαντάζοντας στο κλάμα δήλωσε με αφέλεια στη μητέρα της ότι ο πατέρας είχε πέσει ηρωικά στο καθήκον. Η κακομοίρα η μάνα της, μέσα στον πανικό της ασύλληπτης είδησης, άρχισε να στηθοκοπιέται και να τραντάζει την κόρη της μπρος και πίσω εκλιπαρώντας να της δώσει το γράμμα της ανακοίνωσης του θανάτου, μέχρι που η Σούζη αποκάλυψε ότι δεν είχε έρθει κανένα γράμμα, «η Ισμήνη μου το είπε», και τότε η μάνα της έπιασε το κεφάλι της για να μη σκάσει σαν αυγουστιάτικο καρπούζι, έσυρε την κόρη της από το χέρι και μαζί με όλη τη γειτονιά που είχε ξεσηκωθεί από τις φωνές και τα τρομερά μαντάτα κίνησε για το σπίτι της νονάς για να ανακρίνει την ένοχο.

Όταν ο Χριστόφορος κατέφτασε στην Καλαμαριά για να πάρει πίσω την κόρη του, μετά από τη λήξη του εμφυλίου και την επιστροφή των πατεράδων, η Σούζη είχε από καιρό συγχωρήσει την Ισμήνη για το κακόγουστο αστείο, αλλά η θεία Βαρβάρα δεν είχε στερέψει ακόμα από δάκρυα. Τη στιγμή που αποχαιρέτησε το κορίτσι με τις κοτσίδες, τη μοναδική παρηγοριά που της είχε απομείνει αφότου έχασε την αδελφή της, καταλήφθηκε από ένα σκοτεινό προαίσθημα που της έφερε παράπονο στα χείλη: «Ε κιτί πάλα μ', άτσαπα άλλο θα ελέπω σε;», το οποίο σε στρωτά ελληνικά σήμαινε «Ε, αλίμονο, ψυχή μου, άραγε θα σε ξαναδώ;»

Η χαρά που έδινε στη μικρή Ισμήνη η προοπτική του γυρισμού στην Κρυοπηγή δεν άφηνε περιθώρια για δυσοίωνες σκέψεις, έτσι αποχωρίστηκε με ελαφριά καρδιά τη γριά με την οποία είχε μοιραστεί αμέτρητα απογεύματα θρήνων, χωρίς την παραμικρή υποψία ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπε. Πολύ σύντομα η Βαρβάρα έπεσε στο κρεβάτι άδεια από δυνάμεις, όχι εξαιτίας κάποιας ασθένειας, αλλά επειδή είχε αποφασίσει ότι είχε έρθει η ώρα της. Για μέρες δεν έβγαινε η ψυχή της, καθώς ζητούσε επίμονα να της φέρουν την Ισμήνη, να τη δει για τελευταία φορά, αλλά το γράμμα άργησε να φτάσει και η Ισμήνη δεν πρόλαβε ούτε την κηδεία.

Τη δεύτερη φορά που ήρθε να μείνει στο σπίτι της Καλαμαριάς, για να πάει στο γυμνάσιο, η Ισμήνη ένιωθε έντονα την απουσία της Βαρβάρας, παρότι είχαν μεσολαβήσει χρόνια από το θάνατο της, καθώς και ένα βάρος ενοχών, λες και αν είχε προλάβει να τη δει πριν πεθάνει, θα μπορούσε ίσως να την είχε σώσει. Η αγάπη της νονάς και μαζί η Σούζη και τα άλλα κορίτσια της γειτονιάς σύντομα διέλυσαν τα νέφη εκείνων των θλιβερών αναμνήσεων. Αλλά το χαμόγελό της Ισμήνης, που θύμιζε το χαμόγελο της Τζοκόντα, όπως εύστοχα είχε παρατηρήσει ένας συμμαθητής της, συνέχισε να κρύβει μια μελαγχολία, την οποία οι άλλοι απέδιδαν στην απόσταση που τη χώριζε από την οικογένειά της. Επειδή τα χρήματα ποτέ δεν περίσσευαν, οι επισκέψεις της Ισμήνης στην Κρυοπηγή ήταν αραιές και περιορίζονταν στις μεγάλες γιορτές και στις διακοπές του καλοκαιριού.

Στη διάρκεια μιας τέτοιας επίσκεψης, Πάσχα καιρό, στα τελειώματα της ογδόης, ο πατέρας βρήκε το λεύκωμα αφημένο πάνω στο τραπέζι και δεν άντεξε να μην αφήσει τη σφραγίδα του, κάπως ανορθόγραφα και με μεγάλα, άτακτα γράμματα, λίγο πιο πάνω από τα αλφαδιασμένα της κόρης του:

Χριστόφορος Χαριτήδης
Χορίον Κρυοπηγής Ναούσσης

Αυτές οι λέξεις και μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του μπροστά από ένα βοήλατο κάρο θα αποτελούσαν για τα νεότερα εγγόνια του τις μοναδικές απτές αποδείξεις ότι υπήρξε. Η γυναίκα του, η Αμαλία, ήταν αυτή που έσπρωχνε τα παιδιά τους στα σχολεία, αλλά πιο πολύ εκείνος φούσκωνε από περηφάνια που η κόρη του έβγαζε το γυμνάσιο, μόνη αυτή από τα οκτώ παιδιά τους που πρόλαβαν να μεγαλώσουν. Άλλα τέσσερα είχαν πεθάνει στη γέννα ή μηνών από αρρώστιες.

Χωρίς ποτέ να διορθώσει τις ανορθόγραφες προσθήκες του πατέρα της, η Ισμήνη συνέχιζε να κυκλοφορεί το λεύκωμα μέσα κι έξω από την τάξη, στην ώρα των ακατανόητων μαθηματικών ή στα πάρκα της Νέας Κρήνης όπου οι μαθητές της ογδόης κρύβονταν κατά τις συχνές πρωινές τους σμπόμπες. Ήταν τέτοιο το θράσος τους σε αυτές τις εξορμήσεις, ώστε μερικές φορές δεν δίσταζαν να κατέβουν ως το κέντρο, για να παρακολουθήσουν την πρωινή παράσταση σε κάποιον κινηματογράφο. Φυσικά την άλλη μέρα ήταν υποχρεωμένοι να προσκομίσουν χαρτί από τον κηδεμόνα με εξηγήσεις για την απουσία. Όλοι, εκτός από την Ισμήνη. Δεν προλάβαινε να πλησιάσει τον εκάστοτε καθηγητή για να απολογηθεί και αμέσως εκείνος την απάλλασσε με το στερεότυπο «Καλά, καλά, πέρνα παιδί μου, εσύ είσαι υπεράνω πάσης υποψίας». Η τόσο καλή εικόνα που είχε δημιουργήσει σχετικά με την ηθική της υπόσταση ανταποκρινόταν βέβαια στην πραγματικότητα, αλλά όχι απόλυτα, καθώς η ηθική της σταματούσε εκεί όπου άρχιζαν οι σμπόμπες. Ελάχιστοι καθηγητές στην ιστορία του επαγγέλματος υπήρξαν τόσο αφελείς, ώστε να πιστεύουν πως υπάρχουν μαθητές υπεράνω πάσης υποψίας. Αμέμπτου ηθικής ίσως, αλλά μια σμπόμπα ούτε ο Θεός δεν τη μετράει για ψόγο, πόσο μάλλον μια μαθήτρια της ογδόης. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι καθηγητές αντιλαμβάνονταν τι σήμαιναν οι τακτικές απουσίες της Ισμήνης και των άλλων κοπανατζήδων. Αλλά ειδικά στην Ισμήνη χαρίζονταν, γιατί η γνώση της ανθρώπινης φύσης που είχαν αποκτήσει στη διδασκαλία τους πληροφορούσε ότι παιδιά σαν αυτήν δε διατρέχουν κανέναν κίνδυνο ηθικής εκτροπής όπου κι αν βρεθούν και, άλλωστε, είναι τόσο πείσμονες οι εσωτερικές τους αντιστάσεις, ώστε θα μπορούσαν κάλλιστα να γεράσουν χωρίς ούτε μια φορά να διολισθήσουν σε μια τρέλα της στιγμής και να καταλήξουν με ένα σύνολο βαρετών αναμνήσεων. Η επιλεκτική ανοχή των διορατικών καθηγητών προσφερόταν στην Ισμήνη ως δώρο για τα μακρινά της γεράματα, τότε που θα άνοιγε το σεντούκι των περασμένων και θα ανέσυρε τη γλυκιά μνήμη εκείνων των αθώων νεανικών παραστρατημάτων, των μοναδικών που επέτρεψε ποτέ στον εαυτό της, αυτών που θα της έδιναν το δικαίωμα να καυχιέται ότι έχει περπατήσει και στην απέναντι όχθη, αυτήν της παρανομίας.

Με εξαίρεση τις σχολικές αταξίες, ολόκληρη η ζωή της ήταν υποταγμένη στην πειθαρχία και τη νομιμότητα. Αυτές, μαζί με άλλες εμμονές, της προσέφεραν την αυτοεκτίμηση που χρειαζόταν, αλλά δεν έπαυαν να την καταπιέζουν, καθώς από τα κύτταρά της απουσίαζε το γονίδιο του μέτρου. Η χωρίς όρια ευαισθησία της, η μόνιμη ποιητική της διάθεση και η μανία της με την καθαριότητα όριζαν όλες τις ενέργειές της και βρήκαν την έκφρασή τους στο καλλιγραφημένο εισαγωγικό της σημείωμα στην πρώτη σελίδα του λευκώματος. Κάτω από το πορτρέτο της, φιλοτεχνημένο από τη συμμαθήτρια Καλέντζη, η Ισμήνη έγραψε:

Αγαπημένοι μου φίλοι,

Το λεύκωμά μου αυτό βρίσκεται από εκτίμηση στα χέρια σας. Εδώ, στα λευκά του φύλλα, πρόκειται να συγκεντρωθούν ιδιαίτερες αναμνήσεις από τα μαθητικά μας χρόνια και οι γνώμες σας πάνω στις ερωτήσεις.

Είναι, ίσως, το μόνο γραπτό ενθύμιο που θα μας μείνει από την ευχάριστη ζωή που περάσαμε μαζί, κάτι που θα διαβάζουμε ύστερα από χρόνια, για να αναπολούμε τα περασμένα.

Σας παρακαλώ, λοιπόν, φροντίστε να μου το διατηρήσετε καθαρό και να απαντήσετε με σοβαρότητα και ειλικρίνεια στις διάφορες ερωτήσεις. Αυτό θα δείξει την ανωτερότητα της ψυχής σας, καθώς και της ανατροφής σας.

Με αγάπη,

Ισμήνη

Η Αλεξάνδρα Καλέντζη μαζί με την Ευγενία Παρασκευαΐδου συνόδεψαν όλες τις ερωτήσεις του λευκώματος με τα σκίτσα τους, τα οποία μαρτυρούσαν ακριβώς αυτό που ήταν, ζωγραφιές μαθητριών του 1961, κοριτσιών που ελάχιστα είχαν δει, ακόμα λιγότερα είχαν ζήσει και σίγουρα δεν είχαν κάνει τίποτα επιλήψιμο.

Στην ερώτηση νούμερο δεκαεννέα, «ποιους ηθοποιούς προτιμάτε;», το ζεύγος Αλίκη Βουγιουκλάκη και Δημήτρης Παπαμιχαήλ έδειχνε να έχει το προβάδισμα στις προτιμήσεις των συντακτών του τετραδίου, όπως είχε το προβάδισμα και στις καρδιές των περισσότερων Ελλήνων τότε. Η Βουγιουκλάκη κι ο Παπαμιχαήλ ήταν ίσως οι πιο χαρακτηριστικοί ήρωες μιας εκτυφλωτικής κινηματογραφικής έκρηξης, η οποία επί δύο δεκαετίες χάριζε στον κόσμο το φως του παραμυθιού. Το παραμύθι επί της μεγάλης οθόνης ήταν για το βασανισμένο λαό που επιβίωσε των δύσκολων δεκαετιών του '40 και του '50 μια σύντομη, λυτρωτική επίσκεψη στα ανέμελα παιδικά χρόνια που δεν έζησαν.

Η Τζένη Καρέζη δημιούργησε δική της κλάση στο «Δεσποινίς διευθυντής» με παρτενέρ τον Αλέκο Αλεξανδράκη, που έγραψε ιστορία σε ρόλους γόη. Μαζί τα έκαναν γυαλιά καρφιά στην επόμενη ταινία τους, το «μια τρελή, τρελή οικογένεια», όπου η Αρώνη έδωσε μια από τις πιο απολαυστικές ερμηνείες σε ολόκληρο το γαλαξία και ο Δημήτρης Καλιβωκάς πήρε επάξια μια θέση στο πάνθεο με εκείνο το αλέγρο μπάααι του αιώνιου φλώρου. Δίπλα στη Τζένη κάθε φορά, άλλοτε στο ρόλο του πατέρα και άλλοτε του πολυμήχανου καπετάνιου και μέντορα, ο ξεκαρδιστικός Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, που δεν χρειαζόταν να παίξει έναν ρόλο, απλά τον ζούσε με ένταση μπροστά σε μια κάμερα.

Από τους διεθνείς αστέρες τις εντυπώσεις έμοιαζαν να κερδίζουν ο Μάρλον Μπράντο, που θα εξακολουθούσε να λάμπει στο στερέωμα όταν οι μαθητές της ογδόης θα έβγαιναν στη σύνταξη, και η Σαρίτα Μοντιέλ, που θα αποσυρόταν από την Α΄ εθνική κατηγορία πολύ πιο νωρίς.

Οι μαθητές της ογδόης υπέγραφαν με ψευδώνυμα, μερικά εμπνευσμένα από τις τότε διασημότητες, όπως «Τζίνα», από τη Λολομπρίτζιτα, «Παπαμιχαήλ» ή «Γκαγκάριν», ενώ άλλα ξετυλίγονταν σε φράσεις γεμάτες νόημα, όπως «μη με λησμόνει» ή το ακόμα πιο μελοδραματικό «πονεμένη καρδούλα». Αυτό το τελευταίο το χρησιμοποιούσε η Ισμήνη και φυσικά αντιμετωπίστηκε με μια ειρωνική διάθεση από τους άλλους συντάκτες για την απαισιοδοξία που ανέδινε, σε μια ηλικία που τίποτα δεν τη δικαιολογούσε, εκτός ίσως από μια τραγωδία στο παρελθόν, την οποία εκείνοι δε γνώριζαν, γιατί η Ισμήνη ποτέ δεν την εκμυστηρεύθηκε.

Η Αναστασία ήταν ένα από τα παιδιά του Χριστόφορου και της Αμαλίας που πρόλαβαν να ενηλικιωθούν, αλλά όχι να γεράσουν. Σε ολόκληρη την επαρχία συζητιόταν η ομορφιά και η καλοσύνη της, σε σημείο που τα πιο αλαφροΐσκιωτα μέλη του Συλλόγου Θεοσεβούμενων Κυριών Κρυοπηγής διέδιδαν μέσα από τις μαύρες μαντίλες τους τη φήμη ότι ήταν ένας άγγελος που ο Μεγαλοδύναμος έστειλε στη Γη για μια σημαντική αποστολή και ότι, αφού την εκτελούσε, θα επέστρεφε δια αναλήψεως στην ουράνια πατρίδα της. Κανείς ποτέ δεν έμαθε αν η Αναστασία ήταν πράγματι άγγελος, ήταν όμως χωρίς αμφιβολία ο φύλακας άγγελος της Ισμήνης και δεν αποκλείεται να ήταν αυτή η αποστολή της, μέχρι τη στιγμή που επέστρεψε στην ουράνια πατρίδα της, στα δεκαεννιά της χρόνια, χωρίς να κάνει τον κόπο να αναληφθεί, χωρίς ιδιαίτερη αιτία, αλλά από καθαρή αβλεψία των γιατρών, βυθίζοντας στη μοναξιά τη δωδεκάχρονη Ισμήνη, που έπεσε καταγής και σπαρταρούσε σαν ψάρι στη στεριά, όταν είδε το ταξί να καταφθάνει από το νοσοκομείο της Νάουσας, τους γονείς και τους θείους της στο εσωτερικό του αυτοκινήτου και την Αναστασία μέσα στο φέρετρο που έχασκε ανοιχτό, χωρίς καπάκι, στην οροφή του, δεμένο με σχοινιά, σαν να περιείχε φτηνό εμπόρευμα.

Ποτέ δε συγχώρησε τους γονείς και τους θείους της για το ότι δε βρήκαν τρόπο να πληρώσουν μια νεκροφόρα - ας πουλούσαν και το σπίτι αν χρειαζόταν - προκειμένου να διαφυλάξουν την αξιοπρέπεια της νεκρής και να αποτρέψουν την αδιανόητη εκείνη εικόνα της έκθετης σορού, που πλήγωνε πιότερο ακόμα από το ίδιο το γεγονός του χαμού της.

Το 1961 κυκλοφόρησε το Breakfast at Tiffany's του Μπλέικ Έντουαρτς, με την Όντρεϊ Χεπμπορν στο ρόλο της ανεπανάληπτης Χόλι Γκολάιτλι. Παρ' όλο που στα χαρτιά περνούσε για ρομαντική κομεντί, κατά βάθος ήταν μια σοβαρή πραγματεία πάνω στη ματαιότητα που έμοιαζε να πνίγει την κορεσμένη αμερικανική αστική τάξη της εποχής και ίσως γι' αυτό δεν κατάφερε να γίνει μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα, η οποία δεν αντιμετώπιζε ακόμα προβλήματα κορεσμού σε κανέναν τομέα. Σε μια χώρα που ακολουθούσε δειλά τη Δύση από απόσταση εικοσαετίας, η ταινία του Έντουαρντς ήταν προφητική όταν προβλήθηκε για πρώτη φορά και επίκαιρη μερικές δεκαετίες αργότερα. Αλλά, περισσότερο από την ασπρόμαυρη απελπισία της Χόλι Γκολάιτλι σε μια Νέα Υόρκη που αναζητούσε την ταυτότητά της ανάμεσα στα μπιζού, έμεινε στην ιστορία το τραγούδι «μουν ρίβερ» που τραγούδησε η Χόλι σε μια ανύποπτη σκηνή και, φυσικά, ο Σινάτρα αργότερα. Η σύνθεση του Χένρι Μαντσίνι λειτουργούσε σαν καταλύτης όμοιος με τις ελληνικές ταινίες του '60 για όποιον ήξερε αρκετά καλά αγγλικά, ώστε να καταλαβαίνει τους στίχους με τους οποίους ο Τομ Σώγιερ εξυμνεί το φεγγαρόφωτο που στραφταλίζει στα νερά του Μισισιπή, τη μαγεία της περιπλάνησης, το κυνήγι του ουράνιου τόξου και τη φιλία του με τον Χοκ Φιν, και οδηγούσε σε μια μελωδική καταβύθιση στη νοσταλγία, η οποία θα γεννούσε την παρόρμηση για μια δεύτερη, ενήλικη ανάγνωση των περιπετειών των δυο φίλων.

Προς το παρόν οι μαθητές της ογδόης ζούσαν την περιπέτεια των μεγάλων αποφάσεων. Δεν υπήρχε ενάτη μετά την ογδόη. Ξεκινούσε η μοναχική πορεία στην αρένα των ονείρων και των φόβων που είχε ο καθένας μέσα του και οι άλλοι γι' αυτόν. Η Καλέντζη ήθελε να γίνει ζωγράφος, αλλά ο πατέρας της βλασφημούσε ήδη από καιρό τους ουρανούς για την καλλιτεχνική φλέβα της οικογένειας. Είχε υποφέρει αρκετά με το θείο Πίπη, αδερφό της μητέρας του, που μέχρι τα τελευταία του πάλευε μάταια με τα πινέλα για μια φέτα ψωμί και λίγο πετρέλαιο θέρμανσης, αναγκάζοντας τα ανίψια του να αγοράζουν κάθε τόσο μια ελαιογραφία του από οίκτο, και το τελευταίο που ήθελε να δει ήταν την κόρη του ζητιάνα στην υπηρεσία μιας «άχρηστης τέχνης». Ο Γιάννης Κύρος ήταν αποφασισμένος να μπει στο πανεπιστήμιο και να σπουδάσει χημικός. Εκτός από εξυπνάδα, διέθετε ένα σπάνιο πνεύμα πρακτικότητας, το οποίο τον οδήγησε μετά τις σπουδές του να στραφεί στην παραγωγή υλικών και να γίνει επιτυχημένος βιομήχανος. Από την άλλη, οι πρόσφατες διαστημικές κατακτήσεις είχαν εμπνεύσει στη ρομαντική ευφυΐα της Ελένης Βικτωράτου την αγάπη για τη φυσική και το ψευδώνυμο «Γκαγκάριν» με το οποίο υπέγραφε στο λεύκωμα.

Αν κάποιοι άνθρωποι συγκινούνται από τη μαθηματική ομορφιά του σύμπαντος και κάποιοι άλλοι αποκλειστικά από το αισθητικό του μεγαλείο, η Βικτωράτου ανήκε στην πρώτη κατηγορία, ενώ η Ισμήνη οπωσδήποτε στη δεύτερη. Η Ισμήνη όχι μόνο δεν πίστευε στη δύναμη των αριθμών, αλλά κατά βάθος ήταν σίγουρη ότι η επινόηση, όπως και η χρήση αυτών των ακατανόητων συμβόλων, οφειλόταν σε μια ανεξήγητη μανία των ανθρώπων να ασχολούνται με ανούσια πράγματα. Στην τετάρτη γυμνασίου αποκήρυξε οριστικά την επιστήμη των μαθηματικών και αποφάσισε ότι θα ζούσε χωρίς αριθμούς από δω και πέρα, όταν έκανε το λάθος να σηκώσει το χέρι για μια άσκηση άλγεβρας που είχε γράψει ο κ. Βρανάς στον πίνακα, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα πώς λυνόταν εκείνο το ακατάστατο σύμπλεγμα ιερογλυφικών. Το έκανε από συνήθεια, επειδή οι καλοί μαθητές έπρεπε πάντα να σηκώνουν το χέρι και επειδή δεν είχε φανταστεί ότι ήταν δυνατόν να συμβεί σε αυτήν τέτοιο ρεζιλίκι, να παγώσει μπροστά στον πίνακα και να κοιτάζει για δέκα λεπτά τις μύτες των ποδιών της χωρίς να ακούει, να βλέπει ή να αισθάνεται. Σε κείνο το σημείο, οι αριθμοί και όλο τους το σόι, ο φυσικοί νόμοι, οι μηχανές και κάθε τεχνολογική εφαρμογή, εξορίστηκαν οριστικά στην ανυπαρξία. Ως το τέλος της ζωής της θα αρνιόταν πεισματικά να κάνει και τις πιο απλές μαθηματικές πράξεις, επαφιόμενη στο φιλότιμο των εμπόρων για τα ρέστα που της έδιναν στα ψώνια, ενώ θα της προκαλούσε κάθιδρη αγωνία ο χειρισμός και των πιο απλών συσκευών, όπως το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης. Ο δικός της κόσμος της ήταν χτισμένος με εικόνες και φράσεις της λογοτεχνίας, παρμένες από το «Ανεμοδαρμένα ύψη», το «Όσα παίρνει ο άνεμος» και τους Ρώσους κλασικούς, ενώ κάθε φορά που ερχόταν αντιμέτωπη με οτιδήποτε είχε γρανάζια, κουμπιά ή έστω ελάχιστη σχέση με τη μαθηματική λογική, κατέβαζε τα ρολά και παραδινόταν σε σκοτοδίνη. Μέχρι το τέλος της μαθητικής της σταδιοδρομίας περνούσε τα θετικά μαθήματα αποστηθίζοντας τη θεωρία και περιφρονώντας συστηματικά τις ασκήσεις. Μονάχα σε ένα διαγώνισμα στην εβδόμη, αφού είχε γράψει ολόσωστα τη θεωρία, της ήρθε να κυνηγήσει το εικοσάρι αντιγράφοντας την άσκηση από τη Βικτωράτου. Ο καθηγητής κ. Κωττούλας, λαμπρό μυαλό και έκτακτος άνθρωπος, αν εξαιρούσε κανείς το γεγονός ότι δίδασκε φυσική, αντιλήφθηκε την κίνηση και έστειλε την «υπεράνω πάσης υποψίας» να καθίσει στην έδρα, για να συνεχίσει εκεί το γραπτό της. Αποκομμένη από την Γκαγκάριν και τις λοιπές συμμαχικές δυνάμεις, θα μπορούσε κάλλιστα να κοιτάζει για το υπόλοιπο της ώρας τις μύτες των ποδιών της ή να πέσει σε σκοτοδίνη, αλλά επέλεξε να αδράξει με αξιοθαύμαστη φυσικότητα τη στοίβα με τα γραπτά των συμμαθητών της και να προχωρήσει μεθοδικά στην αντιγραφή της άσκησης με την ψυχραιμία ενός ελεύθερου σκοπευτή που δεν ανεβάζει ούτε ένα σφυγμό κατά την εκτέλεση της αποστολής του. Η πίστη της σε ένα σύστημα ανταποδοτικής δικαιοσύνης της είχε δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι ο πανάγαθος Θεός την είχε κάνει αόρατη, ως ανταμοιβή για την καλοσύνη της ψυχής της. Δε γνώριζε ότι ο Θεός κάνει κάτι τέτοια μόνο σε περιπτώσεις εξαιρετικής σοβαρότητας και ποτέ σε διαγωνίσματα φυσικής. Ωστόσο, ο Κωττούλας την άφησε να τελειώσει το γραπτό της χωρίς να την εκθέσει στην τάξη και κατόπιν μονογράφησε την κόλλα της και την κάλεσε ιδιαιτέρως στο διάλειμμα.

«Χαριτίδου, έλα εδώ, παιδί μου!»

«Μάλιστα, κύριε καθηγητά.»

«Πραγματικά πίστεψες ότι μπορείς να με ξεγελάσεις; Λες να μην γνωρίζω ότι δε μπορείς να λύσεις άσκηση; Εξάλλου, τι την ήθελες την άσκηση, αφού, όπως είδα, από τη θεωρία μόνο πιάνεις το δεκατέσσερα;»

«Μάλιστα, κύριε καθηγητά.»

«Τι μάλιστα;»

«Όπως το είπατε...πιάνω το δεκατέσσερα. Αλλά...»

«Αλλά, τι;»

«Αυτό το δεκατέσσερα μου κάθεται στο στομάχι.»

«Κι έτσι αποφάσισες να μείνεις στη ίδια τάξη! Πήγαινε, παιδί μου.»

Η Ισμήνη πέρασε μια εβδομάδα εφιαλτικής αγωνίας, με τη βεβαιότητα ότι ο Κωττούλας θα την άφηνε στάσιμη και θα έχανε τους συμμαθητές της και την εκτίμηση του πατέρα της, μέχρι που τα διαγωνίσματα επεστράφησαν και διαπίστωσε ότι το σύστημα της ανταποδοτικής δικαιοσύνης όντως δούλευε, αφού είδε στην κόλλα της ένα ανέλπιστο δεκατεσσάρι, και πλέον αποφάσισε να εξοικειωθεί μαζί του, μια που με τον ίδιο βαθμό προβιβαζόταν κάθε χρόνο σε όλα τα μαθήματα που είχαν ασκήσεις.

Στην ερώτηση νούμερο είκοσι του λευκώματος, «ποια αρχικά σας αρέσουν;», οι περισσότεροι συντάκτες έπλεξαν ακατανόητους γρίφους, ενώ η «μιμόζα» απάντησε πολύ απλά «Α.Β.Ε.Ζ.», προδίδοντας την αδυναμία της στα ζυμαρικά. Η απάντηση της «μιμόζας» θύμισε στην Ισμήνη το απόφθεγμα «η απλότητα είναι το ψηλότερο σκαλί κάθε τέχνης», που είχε πει κάποτε ο Χατζίδης, ο πάνσοφος γέρων της Κρυοπηγής. Ο ίδιος μιλούσε πολύ σπάνια και κατά προτίμηση μονολεκτικά, αλλά ό,τι έλεγε έμενε στην αιωνιότητα. Κάποιο ιστορικό απόγευμα τον είχε επισκεφθεί ο Τετέ, ο οποίος διάβαζε κάθε μέρα την εφημερίδα από την αρχή ως το τέλος χωρίς να παραλείπει ούτε λέξη, στη συνέχεια συνόψιζε αυτό που του είχε κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση σε μια πρόταση του τύπου «το Τόκιο έχει πληθυσμό όσο όλη η Ελλάδα» και μετά έπεφτε σε αφασία μέχρι την επόμενη ημέρα, που θα ερχόταν η εφημερίδα. Κάθισαν οι δύο κολοσσοί της γνώσης σε έναν πάγκο, ο ένας με την πλάτη στον τοίχο και ο άλλος αναπαύοντας το πηγούνι του πάνω στο μπαστούνι, και όλα τα μάτια από την πλατεία του χωριού ήταν καρφωμένα πάνω τους, καθώς ήταν βέβαιο ότι ανείπωτες σοφίες θα έβλεπαν το φως της μέρας σε κείνη τη συνάντηση. Όταν ο ήλιος έγειρε στη δύση, αφού είχαν περάσει τέσσερις ώρες ακίνητοι και ολωσδιόλου βουβοί ο ένας πλάι στον άλλον, ο Τετέ άνοιξε για πρώτη φορά το στόμα του, ενώ σηκωνόταν για να φύγει: «Λέω να πηγαίνω τώρα, κουμπάρε»∙ ο Χατζίδης, ασάλευτος σαν βράχος, του αντέτεινε με ειλικρινή σοβαρότητα: «Κάτσε, κουμπάρε. Ωραία τα λέγαμε.»

Ο Τετέ ήταν θείος της Αμαλίας. Προερχόταν από πλούσια και αρχοντική οικογένεια εμπόρων ξυλείας στην περιοχή του Καρς, στα βάθη του Πόντου. Στις μακρινές εκείνες πατρίδες οι αδελφοί Συβαρίδη, ο Αριστείδης, ο Στέφανος και ο Αναστάσης, φημίζονταν για την ευστροφία του νου και την ευγένεια του χαρακτήρα. Όταν ο Αριστείδης πέθανε, στερώντας την οικογένεια από το εμπορικό του δαιμόνιο, η χήρα του, η Σαφαΐλα, νέα και γεμάτη από τους χυμούς της ζωής, ήρθε στην Ελλάδα και παντρεύτηκε έναν κτηματία στην Αλεξανδρούπολη, αφού άφησε τις κόρες της, Ευτυχία και Αμαλία, στον κουνιάδο της, το Στέφανο, για να τις μεγαλώσει. Ο Στέφανος είχε τέσσερα δικά του παιδιά, την Ιωάννα, τον Θεόφιλο, την Ταμάρα και τον Ζαχαρία, αλλά δέχτηκε τις ανεψιές σαν κόρες του χωρίς καμία συζήτηση, επειδή ο τρίτος αδερφός, ο Αναστάσης, είχε ήδη έξι παιδιά. Το περιβάλλον αφθονίας στο οποίο μεγάλωσε η Αμαλία της έδινε τη δυνατότητα να μετουσιώνει σε δράση τα φιλάνθρωπα αισθήματα της. Στο χωριό τους, το Σίμετεν, η οικογένειά της ήταν η πιο πλούσια. Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους κατοίκους ήταν φτωχοί και πολλοί εργάζονταν στις επιχειρήσεις του πατέρα της και των θείων της. Η Αμαλία είχε πάρει υπό την προστασία της μια οικογένεια που ζούσε σε ένα καλύβι απέναντι από το δικό τους σπίτι, ένα τεράστιο αρχοντικό που στέγαζε όλη την οικογένεια Συβαρίδη, τρεις γενιές μαζί. Μια φορά την εβδομάδα οι γυναίκες στο αρχοντικό ζύμωναν και έψηναν ψωμί, αμέτρητα καρβέλια, που τα σώρευαν, μέχρι που το ξεχείλιζαν, σε ένα κοφίνι ίσαμε το μπόι της Αμαλίας. Εκείνη έκλεβε όσα καρβέλια μπορούσε να χωρέσει στην ποδιά της, έτρεχε κρυφά απέναντι, σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών της και έριχνε τα ψωμιά από το ανοιχτό παράθυρο στο καλάθι των άπορων γειτόνων. Η θεία της η Πολατίνα, γυναίκα του Στέφανου, δεν κατάφερε ποτέ να πιάσει τον κλέφτη, αλλά η φυσική της διαίσθηση και το αλεύρι στην ποδιά της Αμαλίας την πληροφορούσαν για την αιτία του ελλείμματος του ψωμιού, όμως ποτέ δεν το έκανε θέμα, αφού ενέκρινε απόλυτα την πράξη της ανεψιάς της, η οποία άλλωστε την απάλλασσε από την αμηχανία του να διεκπεραιώσει η ίδια επισήμως την ελεημοσύνη. Όταν οι γυναίκες του σπιτιού έψηναν κουλουράκια, η μυρωδιά απλωνόταν σε ολόκληρο το χωριό και τα παιδιά στις γειτονιές σταματούσαν το παιχνίδι και άκουγαν τις κοιλιές τους να γουργουρίζουν. Τότε η Αμαλία αναλάμβανε δράση, έπαιρνε βοηθό τη μικρή της αδερφή, την Ευτυχία, γέμιζαν τις τσέπες τους ζεστά κουλουράκια και ξεχύνονταν στους δρόμους για να τα μοιράσουν στα παιδιά. Η Ευτυχία ακολουθούσε με χαρά τη μεγάλη αδερφή σε αυτές τις ανθρωπιστικές αποστολές, γιατί, αν και ήταν πολύ μικρή για να συλλάβει την έννοια της φτώχιας, ωστόσο η καρδιά της καταλάβαινε με τρόπο μυστικό την αξία της προσφοράς. Ήταν παιδί αδύναμο, σχεδόν ασθενικό, παρ' όλες τις προσπάθειες της Πολατίνας να την καρδαμώσει με ατέλειωτες ποσότητες κατσικίσιο γάλα και τέσσερα υποχρεωτικά γεύματα την ημέρα. Μιλούσε σπάνια και έμοιαζε να βρίσκεται σε διαρκή ευδαιμονία ή καταστολή, καθώς συνήθιζε να ακούει και να παρατηρεί χωρίς να αντιδράει. Χαμογελούσε μόνο, με αξιαγάπητη συγκαταβατικότητα και με όλη την καλοσύνη που υπήρξε ποτέ στη γη γραμμένη στο πρόσωπό της, στα ανασηκωμένα φρύδια και στη λάμψη των ματιών της. Η αλήθεια είναι, αν και η Αμαλία δεν το παραδέχτηκε ποτέ, ούτε καν το έβαλε νοερά σε λέξεις, αλλά μόνο το αισθανόταν σαν αόρατη παρουσία μιας αφανέρωτης επίγνωσης, ότι η πιο αγγελόψυχη κόρη της, η Αναστασία, είχε κληρονομήσει τη γονιδιακή συλλογή της Ευτυχίας και έμοιασε απόλυτα στη θεία της στην όψη και περισσότερο ακόμα στο χαρακτήρα, ενώ καθόλου δεν είχε πάρει από το δυναμισμό και το ταμάχι της μητέρας της. Σε έναν κόσμο όπου από την αρχή του χρόνου είχε επικρατήσει ο κακός σπόρος του Κάιν, εμφανίζονταν κατά καιρούς αέρινα πλάσματα από την αγέννητη γενιά του Άβελ, που ήταν γραφτό τους να χάνονται νωρίς, φαντάσματα της ιστορίας που δεν πατούσαν στη γη, αλλά γλιστρούσαν χωρίς τριβή πάνω σε ένα λεπτό ατμοσφαιρικό στρώμα, πριν σβήσουν βιαστικά και τελείως αθόρυβα, σαν ουράνιο τόξο καλοκαιρινής μπόρας.

Με τα τόσα παιδιά, τις νύφες και τα πεθερικά κάτω από την ίδια στέγη, το αρχοντικό δε γνώριζε τι θα πει ησυχία, κι αυτός ήταν ο λόγος που ο Αριστείδης, πριν πεθάνει, έχτισε τρία μεγάλα, επιβλητικά σπίτια, το ένα δίπλα στο άλλο, για να κατοικήσουν τα αδέλφια με τις οικογένειές τους. Τα σπίτια έγιναν σύμβολο ισχύος και πλούτου στο χωριό, αλλά ο θάνατος του Αριστείδη καθυστέρησε την ολοκλήρωσή τους και η μετακόμιση δεν έγινε ποτέ, γιατί πρόλαβε ο πόλεμος.

Η μικρασιατική καταστροφή χτύπησε σαν οργή Θεού. Ένα απροσδόκητο γύρισμα της ιστορίας, που κανείς δεν μπορούσε να το πιστέψει έπειτα από τους αρχικούς αλλεπάλληλους θριάμβους του ελληνικού στρατού, έβγαλε έναν ολόκληρο λαό σ' ένα μακρύ δρόμο προς το θάνατο και την προσφυγιά. Τα σπίτια που είχε χτίσει ο Αριστείδης ανταλλάχτηκαν με εβδομήντα περσικά χαλιά κι αυτά ήταν η μοναδική περιουσία των Συβαριδαίων, όταν βρέθηκαν στη μητροπολιτική Ελλάδα. Είχαν αφήσει για πάντα πίσω πατρίδα, πλούτη και τη δύσμοιρη Ευτυχία, που τα επτά της χρόνια δεν άντεξαν τις κακουχίες του ταξιδιού και ξεψύχησε σφίγγοντας με όση δύναμη της είχε απομείνει το χέρι της Αμαλίας, χαράζοντας «σώσε με» ξανά και ξανά στην καρδιά της ανήμπορης και πεντάρφανης, που στα έντεκά της δε είχε καμιά ελπίδα να νικήσει στη διελκυστίνδα με το χάρο και έμεινε με ένα άψυχο κορμί στην αγκαλιά και με αιώνιες τύψεις, γιατί δεν βρήκαν χρόνο ούτε για να τη θάψουν. Όσο ανέπνεε πάνω σ' αυτή τη γη δεν πέρασε ούτε μια νύχτα χωρίς να βασανιστεί από τον εφιάλτη της σορού, που κάποτε ήταν η ολοζώντανη αδελφή της, πεταμένη τώρα και για πάντα στην άκρη του δρόμου, σκεπασμένη πρόχειρα με λίγα χαλίκια για τους τύπους.

Όταν έφτασαν στη Θεσσαλονίκη, έμειναν για λίγο στο Βαρδάρη, πριν η ελονοσία που θέριζε τους αναγκάσει να διαφύγουν προς τα βορειοδυτικά, στην περιοχή της Καρατζόβας, κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Όταν κόπασε η επιδημία, ο Αναστάσης επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και εγκαταστάθηκε στα Διαβατά, ενώ ο Στέφανος πήγε και ρίζωσε στην Κρυοπηγή. Πριν χωρίσουν, ξεπούλησαν τα περσικά χαλιά για ένα ξεροκόμματο που το μοίρασαν στα δύο. Αργότερα, χωρίς τη μέγγενη της ανάγκης γύρω από το λαιμό, υπολόγισαν ότι με τα χαλιά εκείνα, αν τα είχαν πουλήσει στην κανονική τους αξία, θα μπορούσαν να είχαν αγοράσει ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.

Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Στέφανος έμαθε να καλλιεργεί τα χώματα της Κρυοπηγής, αγόρασε γη, έχασε τη γυναίκα του, την Πολατίνα, από την κακιά αρρώστια, πάντρεψε τα τέσσερα παιδιά του και τη θετή κόρη και εθίστηκε αμετάκλητα στην ανάγνωση της εφημερίδας. Τα αγαπημένα του νέα ήταν αυτά που αφορούσαν μέρη μακρινά, γιατί ο κόσμος που έβλεπε του φαινόταν πολύ μικρός και διψούσε να μάθει γι' αυτόν που δεν έβλεπε. Από νωρίς ο μεγάλος του γιος, Θεόφιλος, εγκατέλειψε το χωριό για τη Θεσσαλονίκη και πολύ σύντομα τον ακολούθησε η Ταμάρα. Ο Ζαχαρίας έφυγε το '48 με το αντάρτικο για την Τσεχοσλοβακία και δεν επέστρεψε παρά το '78, είκοσι χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα του. Στο χωριό έμειναν η Ιωάννα και η ψυχοκόρη Αμαλία. Αν και ανεψιά του, η Αμαλία τον φώναζε Τετέ, που στα ποντιακά σημαίνει πατέρας, και ήταν αυτή που τον γηροκόμησε, σαν να ήταν πραγματικός της πατέρας. Όταν τα χρόνια τον βάρυναν και περνούσε σχεδόν όλες του τις ώρες στο κρεβάτι, εκείνη έστελνε τις κόρες της με την καλύτερη μερίδα από το φαγητό, φρόντιζε να έχει ξύλα για τη σόμπα, τον έλουζε κάθε Σάββατο και του έφερνε την εφημερίδα κάθε απόγευμα. Σε μια από τις επισκέψεις τροφοδοσίας, ενώ η Ισμήνη έστρωνε το τραπέζι, ο Τετέ που έβλεπε σε αυτήν όχι μόνο τα λεπτά χαρακτηριστικά της πρόωρα χαμένης θείας της, Ευτυχίας, αλλά και τη δύναμη της μάνας της κρυμμένη μέσα της, προφήτεψε λακωνικά «Εσύ κάποτε θα βρεθείς σε ψηλό βάθρο», απαξιώντας να δώσει διευκρινήσεις.

Μετά το θάνατό του, λίγα χρόνια αργότερα, άνοιξαν το μπαούλο που κειτόταν σε μια γωνία του δωματίου, σκεπασμένο με μια πράσινη φλοκάτη από τότε που ο Στέφανος είχε έρθει στο χωριό. Η Αμαλία δεν είχε ποτέ καλοσκεφτεί τι μπορούσε να περιέχει, παρά μόνο υπέθετε πολύ φυσικά, και λίγο αδιάφορα, ότι ήταν γεμάτο με παλιόρουχα και νοικοκυριό που είχαν στοιβάξει μέσα στον πανικό του φευγιού από τη χαμένη πατρίδα, και πως τώρα πια, μετά από τόσα χρόνια, θα ήταν σίγουρα ακατάλληλα για χρήση, αφού ούτε ο Τετέ δεν είχε κάνει ποτέ τον κόπο να τα ξεχωνιάσει. Άλλωστε δεν ήταν δική της δουλειά, ούτε δικό της μπαούλο και επιπλέον δεν είχε καμιά διάθεση να ανασέρνει οδυνηρές μνήμες και να δίνει τροφή στις μόνιμες ενοχές της. Όταν ξεκλείδωσαν το μπαούλο, βρήκαν μέσα κατάπληκτοι αμέτρητα ρούβλια σε χαρτονομίσματα, τα οποία, όπως έμαθαν, είχαν πια ελάχιστη αξία, και ασημένια σερβίτσια και σαμοβάρια, που πολύ γρήγορα κατέληξαν στα χέρια των παιδιών του χωριού, ώστε για πολλά χρόνια κατόπιν οι μεγάλοι που δούλευαν στα χωράφια σκόνταφταν πάνω σε κάποιο ασημένιο κουτάλι ή έβρισκαν ρούβλια να επιπλέουν στο ποτάμι.

Παρόμοιες ιστορίες στόλιζαν το γενεαλογικό δέντρο όλων των μαθητών της ογδόης, παρεκτός του Μέρτζου, του μοναδικού που δεν είχε προσφυγική καταγωγή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι δικοί του πρόγονοι ανήκαν στους παρίες της ιστορίας, αφού ο παππούς του είχε πάρει μέρος σε τρεις πολέμους. Ο Μέρτζος ήταν αντιδραστικός κι αθυρόστομος. Οι καθηγητές διέγνωσαν ότι το γεγονός της φυλετικής του ιδιαιτερότητας του προκαλούσε ένα αίσθημα απομόνωσης, στο οποίο η περήφανη φύση του απαντούσε με βίαιες εκρήξεις πληγωμένου ζώου. Έτσι όλα βρήκαν μια λογική εξήγηση και το θέμα έμεινε εκεί.

Στο δημοτικό, κάποια φορά που ο δάσκαλος τον ρώτησε ποια είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας, αντί να συσταλεί που δεν ήξερε την απάντηση, πέρασε σε κατά μέτωπο επίθεση: «Πρώτο απ' όλα, η Ελλάδα δεν έχει πρωτεύουσα! Και δεύτερον, είναι η Θεσσαλονίκη!» Αργότερα, στο γυμνάσιο, σε ένα διαγώνισμα γεωμετρίας, αφού πάλεψε όλη την ώρα για να λύσει μια άσκηση και απέτυχε, παρέδωσε την κόλλα του με την υποσημείωση, «Η εκφώνηση της άσκησης είναι εσφαλμένη. Είναι προφανές ότι αυτή η άσκηση δεν έχει λύση.» Στην ογδόη, η φιλόλογος είχε την ατυχή έμπνευση να βάλει επαναληπτικό διαγώνισμα ιστορίας αμέσως μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων, όταν οι πάντες ήταν χαλαρωμένοι και απροετοίμαστοι, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει θύελλα διαμαρτυριών από μέρους των αδιάβαστων μαθητών, μα το θέλησε η τύχη να σωπάσουν όλοι οι υπόλοιποι μεμιάς, αφήνοντας έκθετο το Μέρτζο να ολοκληρώνει ένα παρατεταμένο υβρεολόγιο, του οποίου οι τελευταίες λέξεις έμειναν να αιωρούνται ολομόναχες και πεντακάθαρες, σαν το κελάρυσμα του ποταμού στην ερημιά του δάσους, «...ηλίθια κατσίκα!». Συμμετείχε με ενθουσιασμό στις σμπόμπες, και λίγο πριν τη λήξη της σχολικής χρονιάς και της σχολικής εποχής, όταν οι απουσίες πλησίαζαν στο όριο και ο φόβος περιόρισε τους υπόλοιπους, εκείνος εξακολουθούσε να την κοπανάει, μόνος του, και να απολαμβάνει ανεπίστρεπτα ανοιξιάτικα πρωινά και δυο ταινίες σερί σε κάποιο κινηματογράφο του κέντρου.

Τον Ιούνιο του 1961 οι απόφοιτοι της ογδόης διέσχισαν για τελευταία φορά την αυλή του γυμνασίου και πέρασαν την πόρτα για να βγουν στο μοναχικό δρόμο της βιοπάλης χωρίς να απαγγέλλουν «έρως, ανίκατε μάχαν», χωρίς επίσημους αποχαιρετισμούς, αλλά με δικαιολογημένη ανησυχία για το μέλλον της φιλίας τους. Η απάντηση που είχε δώσει η Γκαγκάριν στην όγδοη ερώτηση του λευκώματος έμοιαζε τώρα με ένα στοίχημα, που θα περίμενε σαράντα δύο χρόνια για να κριθεί.

Τι εστί φιλία;

Η κοινή πορεία δύο ομοφύλων ατόμων στα άγνωστα μονοπάτια της ζωής.